βάσανος

βάσανος
η
1) проверка, испытание, проба; 2) мат. , хим. проверка;

βάσανος του πολλαπλασιασμού — проверка умножения;

3) истязание, пытка;
4) πλ. перен. мука, страдание; терзание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βάσανος" в других словарях:

  • βάσανος — touchstone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …   Dictionary of Greek

  • βασάνοις — βάσανος touchstone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνοισιν — βάσανος touchstone fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνου — βάσανος touchstone fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνους — βάσανος touchstone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνων — βάσανος touchstone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνῳ — βάσανος touchstone fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσανοι — βάσανος touchstone fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσανον — βάσανος touchstone fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CABULUS — machina bellica, ad conterendos muros. Brite Armoric. Philip. l. 7. Sed mox ingentio saxa, Emittit cabulus, nequiensque (haec) ferre debiscit, Per mediumque crepans, purs corruit alter a muri. Forte a gabuli similitudine, veter. gabali. Glossa… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»